Κλειστές οι υπηρεσίες μετά τις 12 με απόφαση Δημάρχου
Την απόφαση για τον εορτασμό της απελευθέρωσης του κάστρου των Σαλώνων στις 10 Απριλίου ανακοίνωσε ο δήμαρχος Δελφών κ. Θανάσης Παναγιωτόπουλος, όπου καλεί όλες τις κρατικές υπηρεσίες να λειτουργήσουν έως τις 12 το μεσημέρι.
Στην απόφαση αναφέρει τα εξής:
Την 10η Απριλίου 2019, ημέρα Τετάρτη, ημέρα της δημόσιας τοπικής εορτής της επετείου της άλωσης του κάστρου των Σαλώνων:
– Να πραγματοποιηθεί Έπαρση Σημαίας στο Κάστρο της Άμφισσας και να ακολουθήσουν χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από τους Ιερούς Ναούς της Πόλης.
– Ακολούθως να ψαλεί επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνου στον Ανδριάντα του Γαλαξειδίωτη Ήρωα στην είσοδο της πόλης της Άμφισσας.
– Οι υπηρεσίες του Δήμου Δελφών και τα Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.ΙΔ. αυτού, στην έδρα του φορέα στην Άμφισσα, να λειτουργήσουν έως την 12ημεσημβρινή.
Στο πλαίσιο της παρούσας δημόσιας τοπικής εορτής προσκαλούμε τις δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία και τους λοιπούς δημόσιους φορείς που εδρεύουν στην πόλη της Άμφισσας να συμμετέχουν στον εορτασμό και να διακόψουν την λειτουργία τους την 12η μεσημβρινή της 10ης/4/2019.
Η παρούσα να δημοσιευτεί στα τοπικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (έντυπα και ηλεκτρονικά) προς ενημέρωση των συμπολιτών μας.
Ιστορικό της απελευθέρωσης του Κάστρου
Οπλαρχηγός της επαρχίας Σαλώνων ήταν ο Πανουργιάς, ο οποίος, όταν πολιορκήθηκε ο Αλής, έφυγε από τα Ιωάννινα και ήλθε στα Σάλωνα. Στις 24 Μαρτίου, όταν έμαθε ότι επαναστάτησε η Αχαΐα, ο Πανουργιάς βρισκόταν μαζί με τους 60 αρματολούς του στην Μονή του Προφήτη Ιλία, μιάμιση ώρα έξω από τα Σάλωνα. Εκεί κάλεσε τους προεστούς της πόλης και των χωριών και έκανε γενική συνέλευση, στην οποία ομόφωνα αποφασίστηκε να επιτεθούν στους Τούρκους. Διέταξε τον γαμπρό του και υποπλαρχηγό Θανάση Μανίκα να στρατολογήσει στα Βλαχοχώρια όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Έστειλε και τον εξάδερφό του, Γιάννη Γκούρα στον Άγιο Γεώργιο να στρατολογήσει και αυτός και να συνεννοηθεί με τους κατοίκους του Γαλαξειδίου.
Αφού συνεννοήθηκαν, ξεκίνησαν την νύχτα της 26ης Μαρτίου, ξημερώθηκαν στα Σάλωνα και πολιόρκησαν το φρούριο υπό την αρχηγία του Πανουργιά. Οι Τούρκοι που είχαν υποπτευθεί την εξέγερση των Ελλήνων είχαν προλάβει και κλείστηκαν στο φρούριο με όλα τα γυναικόπαιδα, και με τους πρόσφυγες από τη Βοστίτσα που είχαν καταφύγει εκεί από την Πελοπόννησο. Μεταξύ αυτών ήταν και 600 ένοπλοι.
Οι Τούρκοι ήταν δυνατοί, αλλά και οι Έλληνες επιτέθηκαν με ορμή, ώστε κυρίευσαν την πρώτη κιόλας μέρα τα αποθέματα του νερού. Οι πολιορκημένοι αναγκάστηκαν από έλλειψη νερού να εξορμήσουν στις 8 Απριλίου με σκοπό να κυριεύσουν μια κοντινή πηγή, αλλά απέτυχαν και φονεύθηκαν 13, μεταξύ των οποίων και ο ανδρείος Χάιδας.
Μετά από στενότατη πολιορκία, οι Τούρκοι στερούμενοι τροφών και νερού αναγκάστηκαν μετά από 14 ημέρες στις 10 Απριλίου να παραδοθούν, αφού πρωτύτερα συμφώνησαν να μην τους πειράξουν. Βγήκαν και παρέδωσαν τα όπλα τους στον Πανουργιά που τα παρέλαβε καθιστός μπροστά στην Πύλη. Όσοι ήθελαν και ένοιωθαν ασφαλείς παρέμειναν στα σπίτια τους, ενώ οι άλλοι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά.
Το φρούριο των Σαλώνων ήταν το πρώτο που κατέλαβαν οι Έλληνες στην Επανάσταση του 1821.
Η επιστολή Ανδρούτσου στους Γαλαξιδιώτες
Θα πρέπει ωστόσο να αναδειχθούν και όσα προηγήθηκαν. Η επανάσταση δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τη Ρούμελη που δεν έδειχνε τη θέρμη του Μοριά και αυτό το έβλεπαν οι καπεταναίοι που βρέθηκαν και συζήτησαν το θέμα στην Αγία Μαύρα.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος άφησε τη φαμελιά του στους Παξούς κι αφού πήγε στην Πάτρα για να πάρει οδηγίες από τον Ρώσο πρόξενο Ιωάννη Βλασσόπουλο, που ήταν από τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρίας στο Μοριά, πέρασε στη Ρούμελη. Κρίνοντας πως η συμμετοχή των Γαλαξειδιωτών στον αγώνα, με τα σαράντα καράβια τους, θα ήταν αποφασιστική καθώς θα μας χάριζε στην αρχή της επανάστασης τη θαλασσοκρατία στον Κορινθιακό κόλπο, τους έστειλε το ακόλουθο γράμμα που είναι από τα σημαντικότερα ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής εκείνης:
Αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται,
Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να δράξωμε τα άρματα μια μέρα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν’ ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μας απόμεινε; Οι εκκλησιές μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων.
Κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε εδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα. Η φαμελιές μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκρισι των Τούρκων. Τίποτα, αδέρφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ό,τι μας απανταχαίνει ας το βάλωμε γρήγορα σε πράξιν και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι το πώς ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμεν μια ώρα αρχήτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε το κεφάλι μας.
Τώρα η Τουρκία είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλη κατεπάνω μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίστασι, όπου ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονα μας έστειλε δια ελόγου μας. Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, όπου μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια, ή να ξεσκλαβωθούμε, ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε Χριστιανός και Έλληνας.
Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται, εμπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτη, τιμές και δόξες. Οι Τούρκοι ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας. Γιατί το σπαθί τού Οδυσσέα δεν χορατεύει. Έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου, που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέρφια. Δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το γένος μου να βογκά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογιούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν.
Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ίδη ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα το πως σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελειώση ότι καλύτερο το πράγμα.
Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο που φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατσικιώτας. Του Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσωμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας.
Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας και καλό παλληκάρι.
Χαιρετίσματα σ’ όλους πέρα και πέρα. Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ.
22 Μαρτίου 1821.
Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος
Στο Μαραθιά Δωρίδας: Βγήκαν μαχαίρια για το λογαριασμό
Στο Μαραθιά Δωρίδας Βγήκαν μαχαίρια για το λογαριασμό Απίστευτο και όμως αληθινό. Ο λογαρι…